- ακλήτευτος
- -η, -ο [κλητεύω]αυτός που δεν τόν κάλεσε δικαστικός κλητήρας να προσέλθει ως μάρτυρας ή ως διάδικος στο δικαστήριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακλήτευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν καλέστησε νόμιμα ως μάρτυς στο δικαστήριο: Σημαντικός μάρτυρας, αλλά έμεινε ακλήτευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απρόσκλητος — η, ο (AM ἀπρόσκλητος, ον) αυτός που δεν τον έχουν προσκαλέσει κάπου, ακάλεστος αρχ. ο χωρίς νόμιμη κλήση από τον δικαστή, ακλήτευτος … Dictionary of Greek